- σπεκουλάρισμα
- τοκερδοσκοπία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπεκουλάρισμα — το, Ν [σπεκουλάρω] 1. κερδοσκοπία 2. μτφ. εκμετάλλευση … Dictionary of Greek